πολύϊππος

πολύϊππος
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά άλογα («Ἴμβριον αίχμητήν, πολυΐππου Μέντορος υἱόν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + ἵππος «άλογο» (πρβλ. φίλ-ιππος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολύιππος — πολύϊππος , πολύιππος rich in horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίππος — I Μονάδα μέτρησης της ισχύος που συμβολίζεται με CV (γαλλικά, Cheval Vapeur) ή HP (αγγλικά, Horse Power). H μονάδα CV χρησιμοποιείται κυρίως για τη μέτρηση ισχύος μηχανών και ισούται με 75 χιλιογραμμόμετρα ανά δευτερόλεπτο ή 736 W. Ο βρετανικός ι …   Dictionary of Greek

  • πολυϊππία — ἡ, Α [πολύϊππος] αφθονία αλόγων …   Dictionary of Greek

  • πολυίππου — πολυΐππου , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυίππους — πολυΐππους , πολύιππος rich in horses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυίππων — πολυΐππων , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολυίππῳ — πολυΐππῳ , πολύιππος rich in horses masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”